Ηρωικά

ΗΡΩΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

1.Ο ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ
Αν δεν τον έχετε ακουή αυτόν τον Παπαγιώργη
Από μικρός στα γράμματα, τρανός στα πινακίδια
και τώρα στα γεράματα αρματολός και κλέφτης.
Όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια.
Μα του Βαρλαάμι το κελί, δεν μπόρ ’σε να πατήσει.
Τριγύρω-γύρω τό ’φερνε, το Γούμενο φωνάζει:
Κατέβα κάτω, ’Γούμενε, να με ’ξομολογήσεις,
γιατ’ έχω κρίματα πολλά κι είμαι κριματισμένος.
Χίλια κορίτσια φίλησα και χίλιες παντρεμένες.

2.Η ΜΠΙΙΝΑ
Δεν ακούς μπιίνα μου και μπιινοπούλα μου
τι σου λέει η μάνα σου, τι σου λέει ο πατέρας σους;
Μη λουστείς, μη χτενιστείς, στο χορό μην κατεβείς,
τι ’ναι ο Βόϊβοντας εκεί με τα παλικάρια του, με τους λεβεντάδες του.
Κι αυτή δεν αφιγκράστηκε τι της λέει η μάνα της τι της λέει ο πατέρας της.
Λούστηκε, χτενίστηκε, στο χορό κατέβηκε.
Σαν την είδε ο Βόϊβοντας, θερμασιές τον έπιασαν, ζάλες τον ακόλλησαν.
Τον πρωτόγερο φωνάζει. Γρήγορα πρωτόγερε,
Γρήγορα φέρε κρασί, να κεράσεις το χορό.
Όλους, όλες από δυό, την μπέϊνα τέσσερις.
Απ’ το χέρι την έπιασε, στ’ άλογο την έρριξε.
-Έχε γειά μανούλα μου: -Στο καλό κορίτσι μου
-Έχε γειά πατέρα μου: -Στο γκρεμό κορίτσι μου.

3.ΕΝΑΣ ΚΑΥΓΑΣ
Ένας καυγάς, κι ώχ αμάν-αμάν, ένας καυγάς που γίνεται,
στ’ αλώνια, στη Βοϊβόντα, που πας καρδιά μ’ καημένη.
Πατήσαντο, κι ώχ αμάν-αμάν, πατήσαν το ξηρόμερο,
τό ’καναν βιργιάνι, πού πάς καρδιά μ’ καημένη.
Πήραν μανί… κι ώχ αμάν-αμάν, πήραν μανίτσες και παιδιά
Και πεθερές και νύφες, που πας καρδιά μ’ καημένη.
Πήραν και μιαν, κι ώχ αμάν-αμάν, πήραν και μια νεόνυμφη, τριών μερών
νυφούλα, πού πας καρδιά μ’ καημένη.

4.ΤΟΥ ΡΗΓΑ Η ΘΥΓΑΤΕΡΑ
Για δες καμάρι που φορεί του Ρήγα η θυγατέρα.
Τούρκος την πιάν’ απ’ τα μαλιά, τούρκος κι από χέρι.
Κι ένα μικρό Τουρκόπουλο την πιάν’ από τη μέση.
-Άσε με, Τούρκε, απ’ τα μαλλιά και πιάσε με απ’ το χέρι.
Ώσπου να δω τι γίνεται, να δω τι θ’ απογίνει, ε
για να ’βρω πέτρα σταυρωτή, να σταυρωθώ, να κάτσω.
Να λύσω, δέσω το παιδί, να το χορτάσω γάλα.
Κι ο άντρας της αγνάντευε από ψηλή ραχούλα.
-Περπάτ’ αστρί μ’ , περπάτ’ αυγή μ’ , περπάτα νιο φεγγάρι,
περπάτα μήλο μ’ κόκκινο και ρόϊδο μου γραμμένο,
κι εγώ κοντά σου έρχομαι με δυο σακκούλια άσπρα.
Κι αν δεν σου φτάσουνε κι αυτά , πουλώ και τ’ άρματά μου,
Πουλώ και το ντουφέκι μου το φλωροκαπνισμένο.

5.ΤΟ ΚΑΡΥΟΦΥΛΛΙ ΜΟΥ
Καργιοφύλλι, Καργιοφύλλι μ’ , Καργιοφύλλι μου γραμμένο,
Όταν βγαίνω και πααίνω, στην αγάπαη μου πααίνω.
Πέρασ’ απ’ την άγια λαύρα και έφαγα σταφύλια μαύρα.
Το ‘ να μέλι, τα’ άλλο γάλα, τ’άλλο δροσερό σταφύλι. Κι έχασα το πετραχήλι και στην εκκλησιά δεν πήγα για τα ‘ αυτό το πετραχήλι.

ΠΗΓΗ: ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑ

ΒΛΑΧΙΚΑ ΗΡΩΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

6.ΑΠΟ ΧΑΛΙΚΙ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Ολονυχτίς δεν ξάπλωσα
μωρ’καρτέρα’α το φεγγάρι
για να πάω, μωρ, για να πάω
στο λημέρι μου
να βρω λεβέντ-αρματωλούς
μωρέ και κρύες βρυσούλες
τι εκεί είν’ η κλέφτικη ζωή.

7.ΑΠΟ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ (ΚΟΥΤΣΟΥΦΛΙΑΝΗ)

Κόρη μ’ ομορφούλα
τι σε μαλώνει η μάνα
Δε με μαλώνει η μάνα
Με στέλνει νερό να πάρω
Στη πέτρινη βρυσούλα
Κει πέρα στα λιβάδια
Είναι τρεις λεβέντες
Απ΄ την οξυά κρεμασμένοι
Ο πιο μεγάλος λέει:
Ωχ μάνα μ’ και ποιός θα σε κοιτάξει
-Και ο μεσαίος λέει:
-Ωχ γυναίκα μ’ και ποιός
θα σε χαιδέψει
Κι ο πιο μικρός μας λέει
-Αδελφούλα μου και ποιος
θα σε παντρέψει
και ποιός το άλογο σου θα σύρει

ΠΗΓΕΣ
ΒΙΒΛΙΟ: ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
(ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΩΝΥΜΗ ΠΟΙΗΣΗ)
ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ-ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΤΡΑΓΟΥΔΙ «ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ-ΘΟΔΩΡΟ»
Το απόγευμα της Αποκριάς, μικροί και μεγάλοι, πριν τη λειτουργία, μαζεύονται στο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας. Μετά τον εσπερινό, καθόταν όλοι στα πεζούλια περιμένοντας την «αλληλοσυγχώρεση». Φιλούσαν, δηλαδή, το χέρι του παπά, και έπειτα, αφού αντάλλαζαν ευχές και χαιρετισμούς, κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, με κριτήριο την κοινωνική θέση του καθενός, και όχι την ηλικία. Μετά απ’ όλα αυτά, ξεκινούσε ένας χορός, τον οποίο έσερνε ο δήμαρχος και συνεχίζει να το κάνει μέχρι σήμερα. Είναι ένας χορός τοπικός, που χορεύεται με ιδιόρρυθμο τρόπο, ίδια βήματα και ρυθμικές κινήσεις όλων. Και το ίδιο το τραγούδι είναι καθαρά καλαμπακιώτικο, ιδιότονο, ιδιόμελο και τραγουδιέται μόνο σ’αυτό το μέρος της Ελλάδας. Το τραγούδι αυτό, με τον τίτλο «Κάτω στον Άγιο-Θόδωρο», είναι τοπικό ηρωικό. Ο χορός και το τραγούδι τελειώνουν μόνο το βράδυ, όταν όλοι κατηφορίζουν στην πλατεία, ώστε να τελειώσουν πανηγυρικά το καρναβάλι τους. Αργότερα, αφού γυρίσουν στα σπίτια τους για το δείπνο, ενώ έτρωγαν και έπιναν, τραγουδούσαν τραγούδια γνωστά σε όλη την Ελλάδα, όπως το: «Στης ακρίβειας τον καιρό, θέλησα να παντρευτώ, και μου δώκαν μια γυναίκα, που’ τρωγε για πέντε-δέκα…».
Το κέφι δυναμώνει, γίνεται μεγάλο γλέντι σε κάθε σπίτι, και όλοι μαζί χορεύουν τραγουδώντας: «Πως το τρίβουν το πιπέρι, του… διαβόλου οι καλογέροι, με τη μύτη το χορεύουν… με το γόνα το χορεύουν…».

Παραθέτουμε εδώ τους στίχους αυτού του τραγουδιού:

ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΘΟΔΩΡΟ
Κάτω στον Άγιο- Θόδωρο, τ’ αγίου Κωνσταντίνου
πανηγυρίτσι γένονταν.
Το πανηγύρι ήταν τρανό και το νερό ήταν λίγο.
Το πίνει ο δράκος το νερό, διψάει το πανηγύρι.
Eκεί κι ο καπετάν Αλέξης, ο αντρειωμένος Γιάννος
κι ο μικρός Βλαχόπουλος, ο καστροπολεμιτής, μ’ όλα τα παλικάρια
Αντάμα έχουν τους μαύρους τους, σ’ ένα ταβλά δεμένους.
Του Γιάννου τρώει τα σίδερα, τ’ Αλέξη τα λιθάρια
και του μικρού Βλαχόπουλου, μασάει το σαλιβάρι.
Έχουν και μάνα καλογριά, όπου τους ορμηνεύει.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν και σιγοτραγουδούσαν,
πουλάκι πάει κι έκατσε, δεξιά μεριά στην τάβλα.
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι.
Μόνο λαλούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.
-Παιδιά μου τρώτε πίνετε κι οι Τούρκοι σας κουρσεύουν.
-Πουλί μ’ το τι μας κούρσεψαν, το τι, το τι μας πήραν;
-Πήραν του Γιάννου τον υγιό, τα’ Αλέξη τη γυναίκα
και του μικρού Βλαχόπουλου, την αρραβωνιαστικιά του.
-Για σύρε, βρε Βλαχόπουλε, στη βίγλα να βιγλίσεις
κι αν δεις χιλιάδες τον εχθρό, ρίξε και σκότωσε τον
κι αν είμαι περισσότεροι, έλα και φώναξε μας.
Το μαύρο του ο Βλαχόπουλος πάει και τον ρωτάει.
-Δύνασαι, μαύρεμ’ ,δύνασαι, σεφέρι να μας φέρεις;
-Δύναμαι, αφέντη μ’, δύναμαι σεφέρι να σας φέρω.
αν μου αυξήσεις την ταή ακόμα πέντε χούφτες,
αν μου αυξήσεις το νερό, ακόμα δυο καρδάρια.
Ανέβηκε ο Βλαχόπουλος, πάει στη βίγλα να βιγλίσει.
Και βίγλισε και κοίταξε κατάματα τον κάμπο
κι είδε χιλιάδες τον εχτρό, άλογα και πεζούρα
κι  ήταν ο κάμπος πράσινος, τα φέσια κοκκίνιζαν.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, σκύβει και το ρωτάει.
-Δύνασαι, μαύρε μ’, δύνασαι στο γαίμα για να πλέψεις;
-Δύναμαι, αφέντη μ’, δύναμαι στο γαίμα για να πλέψω,
μον’ δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μαντήλι,
μην στο τρανό το χαλασμό, μες στο πολύ το γαίμα
μην τύχει λάκκους και διαβώ και πέσεις απ’ την ζάλη
κι από γαίμα ζαλιστείς και πέσεις και χτυπήσεις.
Στο έμπα σαν αϊτος, στο έβγα σαν πετρίτης,
στο έμπα χίλιους σκότωσε στο έβγα δυο χιλιάδες
και στο καλό το γυρισμό, κανέναν δεν αφήνει.
Πήρε του Γιάννου τον υγιό, τ’ Αλέξη τη γυναίκα
και στα πισοκάπουλα την αρραβωνιαστ’κιά του.
Που είσαι Γιάννη μ’ αδερφέ και καπετάν Αλέξη.
Αν είστε μπρός μου φύγεταικαι πίσω μου ελάτε
γιατί τα μάτια μ’ θόλωσαν κανέναν σας δε βλέπω.

Σχολιάστε